- καταυγασμός
- ο (Α καταυγασμός) [καταυγάζω]άπλετος φωτισμός, φωταύγεια, λαμπρότητα φωτός, φεγγοβολή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταυγασμῶν — καταυγασμός shining brightly masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταύγεια — καταύγεια, ἡ (Α) καταυγασμός*, φωτισμός, λαμπρότητα, το καθαρό ή λαμπρό φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αύγεια (< αυγής < *αὖγος, το < αὐγή), πρβλ. αντ αύγεια, δι αύγεια] … Dictionary of Greek
φωταύγεια — η, ΝΜ, και φωταυγία Μ [φωταυγής] λαμπρότητα τού φωτός νεοελλ. 1. καταυγασμός, έντονος φωτισμός 2. φυσ. φαινόμενο εκπομπής, από ένα υλικό, ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας τής οποίας η ένταση είναι, για ορισμένα μήκη κύματος ή για ορισμένες στενές… … Dictionary of Greek